αβγό

αβγό
(γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος ταuά,διότι το ω ανάμεσα σε δύο α τρέπεται σε ημίφωνο u(oυ). Από εκεί, με φωνητική εξέλιξη, ο τύπος γίνεται ταυά, το οποίο με ανάπτυξη του γδιαλεκτικά (Παρασκευή-Παρασκεβγή) γίνεται ταβγά. Μετά τη διαχώριση της λέξης από το άρθρο προκύπτει o τύπος τ’ αβγά, από τον οποίο ο ενικός τ’ αβγό. Με τον όρο α. εννοούμε το α. της κότας. Α. όμως ή ωόν (από το ωόν προέρχονται και όλα τα παράγωγα) καλείται γενικά το γονιμοποιημένο ωάριο, το οποίο είναι αναπαραγωγικό κύτταρο ή θηλυκός γαμέτης, o οποίος παράγεται από την ωοθήκη. Το ωάριο ονομάζεται επίσης μακρογαμέτης, επειδή συνήθως είναι μεγαλύτερο από το αρσενικό αναπαραγωγικό κύτταρo, το σπερματοζωάριο, που λέγεται και μικρογαμέτης. Στα ωοτόκα ζώα, όπου το έμβρυο αναπτύσσεται καταναλώνοντας θρεπτικές ουσίες που βρίσκονται στο α., το α. είναι ορατό και κάποτε μάλιστα αρκετά μεγάλο, όπως στα πουλιά. Έτσι, το α. της κότας είναι το καλύτερο δείγμα προκειμένου να σχηματίσει κανείς μία ιδέα για το πώς είναι τα ωάρια, αλλά και κάθε κύτταρο γενικά. Αντίθετα στα ζωοτόκα ζώα, στα οποία το έμβρυο τρέφεται απευθείας από τη μητέρα, το ωάριο δεν περιέχει θρεπτικές ουσίες και επομένως είναι πολύ μικρό: π.χ. η διάμετρος του ανθρώπινου είναι 0,2 χιλιοστά, ενώ στα ποντίκια είναι 0,06 χιλιοστά. Το κύριο πρωτοπλασματικό μέρος του α. έχει σχήμα στρογγυλωπό και περιβάλλεται από τη λεκιθική μεμβράνη, η οποία εμφανίζεται μετά τη γονιμοποίηση. Στο πρωτόπλασμα διακρίνεται ένα μέρος διαπλαστικό, που ονομάζεται επίσης και πρωτολέκιθος, από το οποίο αναπτύσσεται το έμβρυο, και ένα μέρος θρεπτικό, που αποκαλείται και δευτερόπλασμα ή λέκιθος· είναι αυτό που στα α. των πουλιών ονομάζεται κρόκος. Το θρεπτικό αυτό μέρος περιέχει θρεπτικές αποταμιευτικές ουσίες, όπως λεκιθίνη, γλυκογόνο και πρωτεΐνες. Το διαπλαστικό μέρος περιέχει τον πυρήνα, ο οποίος στα α. των πουλιών φαίνεται σαν μια μικρή επιφανειακή λευκωπή μάζα και λέγεται βλαστικός δίσκος ή βλαστική κηλίδα. Στα α. αυτά ο κρόκος, που περιβάλλεται από τη λεκιθική ή πρωτογενή μεμβράνη, αντιστοιχεί στο πραγματικό αναπαραγωγικό κύτταρο, ενώ το ασπράδι ή λεύκωμα, η λεπτή οστρακώδης μεμβράνη που το περιβάλλει, και το κέλυφος είναι στοιχεία προστατευτικά, τα οποία σχηματίζονται στους ωαγωγούς. Ο κρόκος του α. της κότας, στον οποίο διακρίνονται εναλλασσόμενα άσπρα και κίτρινα στρώματα, περιέχει μεταξύ άλλων 49% νερό, 31% λίπη, 16% πρωτεΐνες, 2% ανόργανες ουσίες. Το ασπράδι, σχηματισμένο από λιγότερο ή περισσότερο πυκνά στρώματα, αποτελείται κατά προσέγγιση από 87% νερό, 12% πρωτεΐνες και 1% ανόργανες ουσίες. Κατά μήκος του μεγαλύτερου άξονα του ασπραδιού βρίσκονται δύο χορδές πυκνότερης μάζας, οι χάλαζες, οι οποίες, κολλημένες με τα άκρα τους στους δυο πόλους του α. και στον κρόκο, τον συγκρατούν στο κέντρο και εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του εμβρύου. Η οστρακώδης μεμβράνη που περιβάλλει το ασπράδι διαχωρίζεται προς τον πλατύτερο πόλο του α. στα δύο και σχηματίζει έτσι έναναεροθάλαμο. Το κέλυφος, το οποίο αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (94%), έχει πολλούς πόρους, οι οποίοι επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με το εξωτερικό· οι πόροι αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με τις μικροπύλες, τρυπούλες ποικίλου αριθμού από τις οποίεςδιεισδύουν στο α. τα σπερματοζωάρια. Ανάλογα με την κατανομή του δευτεροπλάσματος, της λεκίθου, τα α. διακρίνονται σε τρεις διαφορετικούς τύπους: (α) ολιγολέκιθα, αλέκιθα ή ισολέκιθα: αυτά που είναι μικρά και έχουν λίγο κρόκο, όπως συμβαίνει στα είδη των οποίων το έμβρυο δεν τρέφεται από το α. αλλά από τον μητρικό οργανισμό (π.χ. στα πλακουντοφόρα θηλαστικά) ή από το εξωτερικό περιβάλλον όπου ζει σε κατάσταση νύμφης· (β) τελολέκιθα: αυτά στα οποία ο κρόκος είναι συγκεντρωμένος, περισσότερο στον έναν από τους δύο πόλους, που ονομάζεται φυτικός, και λιγότερο στον άλλον, που ονομάζεται ζωικός (o τύπος αυτός α. είναι πολύ διαδεδομένος, με μεγάλες διαφορές στην ποσότητα του δευτεροπλάσματος, στα σπονδυλωτά)· (γ) κεντρολέκιθα: αυτά στα οποία ο κρόκος είναι συσσωρευμένος στο κέντρο του α. (ο τύπος αυτός α. είναι χαρακτηριστικός στα αρθρόποδα και σε μερικά κοιλεντερωτά). Γενικά, αμέσως μετά τη γονιμοποίηση, το α. με την πορεία της αυλάκωσης διαιρείται σε πολλά κύτταρα, τα βλαστομερίδια, κατά διάφορους τρόπους, ανάλογα με τον τύπο του α. Στα ισολέκιθα η διαίρεση γίνεται κατά ομοιόμορφο τρόπο (π.χ. κοιλεντερωτά και θηλαστικά). Αντίθετα, στα τελολέκιθα η διαίρεση μπορεί να δώσει μεγαλύτερα βλαστομερίδια στον φυτικό πόλο και μικρότερα στον ζωικό (π.χ. δακτυλοζωίδια, αμφίβια, μαλάκια). Όταν στα τελολέκιθα α. το δευτερόπλασμα είναι άφθονο, η διαίρεση γίνεται στο μέρος εκείνο της επιφάνειάς τους όπου βρίσκεται η βλαστική κηλίδα. Η μερική αυτή διαίρεση συναντάται π.χ. στα ψάρια, στα ερπετά και στα πουλιά. Στα κεντρολέκιθα α. (π.χ. έντομα), τα βλαστομερίδια μεταναστεύουν στην επιφάνεια και η κεντρική μάζα του δευτεροπλάσματος δεν διαιρείται. (Για την εμβρυογένεση και τη μετέπειτα ανάπτυξη του εμβρύου, βλ. λ. εμβρυολογία). Τα αβγά στρουθοκαμήλου ζυγίζουν περίπου δύο κιλά και οι άξονές τους είναι 13-16 εκ. Το πουλί αιματόπους ο οστρεοφάγος φωλιάζει στην άμμο με τα αβγά του. Αβγό κολιβρίου, ο μεγαλύτερος άξονας του οποίου έχει μήκος 13 χιλιοστά Αβγό σουπιάς χωρίς περίβλημα. Θηλυκό οστρακόδερμο του γένους των πολυχήλων, που συγκρατεί τα αβγά στο υπογάστριο. Αβγά του λεπιδόπτερου πιερίδα του λάχανου. Αβγά ενός ακαριού του λάχανου, από τα οποία μόλις έχουν βγει οι νύμφες. Κουκούλι που έφτιαξε μια αράχνη για να προφυλάξει τα αβγά της. Κατάτμηση αβγού αχινού. Αβγά ψαριού με τα έμβρυα που αναπτύσσονται. Αβγά ενός αμφιβίου, του τρίτωνα του λοφωτού, με το έμβρυο. Κόμπρα με τα αβγά της. Αβγά σαύρας και ένα μικρό που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγες ώρες. ΑΒΓΟ ΚΟΤΑΣ
* * *
το
1. το γονιμοποιημένο ωάριο και κατ' επέκτ. το γέννημα κάθε ωοτόκου ζώου (πουλιού, ψαριού, φιδιού και ιδιαίτερα τής κότας)
2. «κόκκινα αβγά ή πασχαλινά ή τής Λαμπρής» — αβγά χρωματισμένα με κόκκινη ή άλλου χρώματος βαφή και στολισμένα καμιά φορά με παραστάσεις τής Αναστάσεως, κυρίως, που τρώγονται ή μοιράζονται τις ημέρες τού Πάσχα
επίσης τα αβγά από σοκολάτα, ναστόχαρτο ή πλαστικό, που γεμίζονται με ζαχαρωτά για τον ίδιο σκοπό
3. ξύλινο ομοίωμα χρήσιμο για το μοντάρισμα τών καλτσών
4. στον πληθ. τα αβγά
οι όρχεις
5. φρ. «αβγά τού καθαρίζουν», γελά χωρίς λόγο
«ακόμα δεν βγήκε (ή δεν έσκασε) από τ' αβγό», για ανήλικους και άπειρους στη ζωή
«είναι δίκροκο αβγό», για διπρόσωπους
«έχασε τ' αβγά και τα καλάθια», α) έχασε τα πάντα
β) δεν ξέρει τί τού γίνεται, τά έχει χαμένα
«κάθησε (ή κάτσε) στ' αβγά σου», μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μην επεμβαίνεις
«μοιάζουν σαν τ' αβγά», έχουν απόλυτη ομοιότητα
«τόν καθαρίζουν σαν αβγό», για τον άπειρο χαρτοπαίχτη, που τόν απογυμνώνουν από τα χρήματά του οι έμπειροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθότερη γραφή με β, αντί αυγό, εξηγείται από τη συνεκφορά: τα ωά > ταουά > ταουγά > τ'αβγά - τ'αβγό (Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 322).
ΠΑΡ. αβγάτος, αβγούκλα, αβγοειδής, αβγώνω, αβγωτός.
ΣΥΝΘ. αβγοβολώ, αβγογεννώ, αβγοθήκη, αβγοκόβω, αβγοκουλούρα, αβγολέμονο, αβγομάνα, αβγομαντεία, αβγοπώλης, αβγοτάραχο, αβγότσουφλο κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβγό — το (εσφαλμ. γραφή αυγό), αυτό που γεννούν τα πουλιά, τα ψάρια και τα φίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκροκο — (αβγό), το αβγό με δύο κρόκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβγώνω — [αβγό] 1. αβγοκόβω 2. (αμετάβατο) (για κότες, ψάρια) είμαι γεμάτος αβγά 3. αρχίζω να γίνομαι πλούσιος 4. παχαίνω 5. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αβγωμένος πλούσιος, παχύς …   Dictionary of Greek

  • φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… …   Dictionary of Greek

  • κούκος — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των κοκκυγιδών (cuculidae), της τάξης των κοκκυγιομόρφων. Η οικογένεια περιλαμβάνει 129 είδη με παγκόσμια εξάπλωση· ορισμένα είδη ζουν στα δάση της Ευρώπης, απ’ όπου αποδημούν κατά τα τέλη του καλοκαιριού… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • ομολεκιθικός — ή, ό φρ. «ομολεκιθικό αβγό» ή «ισολεκιθικό αβγό» βιολ. αβγό τού οποίου η λέκιθος είναι κατανεμημένη ομοιόμορφα …   Dictionary of Greek

  • ωομαντεία — Είδος μαντικής στην αρχαιότητα, που γινόταν με τη βοήθεια των αβγών. Τοποθετούσαν το αβγό επάνω στη φωτιά και ανάλογα από το μέρος όπου σημειωνόταν εφίδρωση έβγαζαν συμπεράσματα. Αν το αβγό έσπαζε, ο οιωνός ήταν κακός. Την ω. χρησιμοποιούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”